ἐπιγραφῆς

ἐπιγραφῆς
ἐπιγραφεύς
inscriber
masc nom pl
ἐπιγραφεύς
inscriber
masc nom/voc pl
ἐπιγραφή
inscription
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγράφῃς — ἐπιγράφω mark the surface pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Ökonomīdis — Ökonomīdis, I. N., Professor an der Universität in Corfu, Alterthumsforscher; er schr.: Λοκρικῆς ἀνεκδότου ἐπιγραφῆς διαφώτισις, Corfu 1850; vgl. Rost, Alte Lokrische Inschrift von. Chaleion od. Öantheia, mit den Bemerkungen von Ö., Lpz. 1854 …   Pierer's Universal-Lexikon

  • АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ —     АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ (античные). В статье рассмотрена прежде всего комментаторская традиция 1 в. до н. э. б в. н. э. и комментарии, изданные в серии Commentaria m Aristotelem Graeca (CAG). О комментаторах сирийских, арабских, византийских …   Философская энциклопедия

  • αγορανόμιον — ἀγορανόμιον και αγορανομείον / ἀγορανομεῑον, το (Α) [ἀγορανόμος] 1. αρχείο ή δικαστήριο τών αγορανόμων «ἀναγραψάντων ἅ τε χρὴ ποιεῑν καὶ ἃ μὴ καὶ πρόσθεν τοῡ ἀγορανομίου θέντων ἐν στήλῃ» (Πλάτων Νόμοι 917e) 2. τα συμβολαιογραφικά τέλη (σε… …   Dictionary of Greek

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφικός — ή, ό (Α ἐπιγραφικός, ή, όν) [επιγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επιγραφή νεοελλ. 1. αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο επιγραφικός ο επιγραφολόγος 3. το θηλ. ως ουσ. η επιγραφική η… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”